- ζούλα
- η1. κατσίκα, προβατίνα2. κλοπή, κλεψιά, υπεξαίρεση («έχει τρελάνει το αφεντικό του στη ζούλα»)3. μυστικότητα4. κρυψώνας, κρύπτη5. φρ. «στη ζούλα» — μυστικά, κρυφά, κλεφτά.[ΕΤΥΜΟΛ. Με τη δεύτερη σημασία, υποχωρητικό παράγ. τού ρ. ζουλώ*].
Dictionary of Greek. 2013.